Wednesday, January 15, 2014

Η άγνωστη "ενδιάμεση" μαφία των Βαλκανίων, του Ιωάννη Μιχαλέτου


Η "Γιουγκοσλάβικη" διάσταση του παγκόσμιου οργανωμένου εγκλήματος στις ναρκωτικές ουσίες.


Ο υπόκοσμος των Βαλκανίων και ιδιαίτερα της πρώην Γιουγκοσλαβίας διατηρεί στενότατους δεσμούς με τη παγκόσμια διακίνηση ναρκωτικών ουσιών από τα τέλη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.  Το παρόν κείμενο ακροθιγώς θα θίξει την ιστορία των καρτέλ και την εξέλιξη τους ως τη σήμερον, παραλλήλως με το καθορισμό του πλαισίου στο οποίο κινούνται και περιγραφή της ισχύος που έχουν αναπτύξει. 






Αρχής γενομένης από το 1947 και εντεύθεν ένα τεράστιο και άκρως επικίνδυνο δίκτυο ατόμων συγκροτήθηκε που συνδέει τα Βαλκάνια με τις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις αλλά και τη Λατινική Αμερική. Τα στελέχη της τότε Γιουγκοσλαβικής υπηρεσίας πληροφοριών άρχισαν να συνεργάζονται με τον υπόκοσμο της Αργεντινής και της Παραγουάης όπου είχαν καταφύγει αρκετοί Κροάτες "Εμιγκρέ" που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί κατά τη διάρκεια του πολέμου. 




Τη δεκαετία του '50 ο Vjekoslav Luburic, κάτοικος Μπουένος Άιρες, διαμόρφωσε το πλαίσιο μεταφοράς πάσης φύσεως λαθραίων υλικών και αποτέλεσε ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά αρκετά ισχυρά άτομα στο παγκόσμιο στερέωμα των λαθρεμπόρων. Ο ίδιος την περίοδο του πολέμου, είχε υπηρετήσει ως συνεργάτης των Γερμανών οποίοι οποίοι ανέλαβαν να τον φυγαδεύσουν μετά το πέρας του πολέμου μέσω των μυστικών δικτύων που διοχέτευαν Ναζί στη Λατινική Αμερική. 



Ο ίδιος άρχισε να συνεργάζεται με το καθεστώς του Τίτο και αποτέλεσε τον αρχικατάσκοπο της Γιουγκοσλαβίας στη Νότιο Αμερική και έθεσε την ιδέα στους επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών της Γιουγκοσλαβίας να συνεργαστούν στο λαθρεμπόριο κοκαΐνης. Παράλληλα με αυτόν τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Σοβιετικοί είχαν τοποθετήσει τα δικά τους πρόσωπα και άρχισε μια μαζική παραγωγή αυτού του ναρκωτικού ως μέθοδος χρηματοδότησης συγκεκαλυμμένων επιχειρήσεων των υπηρεσιών πληροφοριών, μια "παράδοση" που συνεχίζεται με παραλλαγές έως τη σήμερον. 




Ο Luburic, απέκτησε καταρχάς επαφές με την ολιγαρχία της Αργεντινής και αποτέλεσε και πράκτορα αυτής της χώρας με αρμοδιότητα να ελέγχει τις Κομουνιστικές τάσεις μελών της Γιουγκοσλαβικής κοινότητας στην Αργεντινή που αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη εκείνη την περίοδο. Ταυτόχρονα χρησιμοποίησε τη δύναμη που του παρείχαν οι κρατικές αρχές για να στρατολογεί συνεργάτες και δημιούργησε ένα καλά δομημένο δίκτυο λαθρεμπόρων, το οποίο μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτά της Ιταλικής μαφίας. 



Ο Γιουγκοσλάβος πράκτορας απέκτησε διασυνδέσεις και στην Παραγουάη την οποία κυβερνούσε με σιδερένια πυγμή ο δικτάτορας, στρατηγός Alfredo Stroesner Matiauda, ενώ η ελίτ της χώρας ήταν κατά βάση στα χέρια Αμερικανικών πολυεθνικών και πρώην αξιωματούχων των Ες Ες που είχαν καταφύγει εκεί, την περίοδο 1945-1948. Ο Stroesner ήταν Βαυαρικής καταγωγής και διατηρούσε πολύ στενούς δεσμούς και με το Βατικανό. Οι δύο τους συνεργάστηκαν ώστε να μεταφέρουν την παραγωγή κόκας της Βολιβίας στο Μπουένος Άιρες και από εκεί μέσω πλοίων στις ΗΠΑ με την συμμετοχή της Ιταλό-Αμερικανικής μαφίας και στη Γιουγκοσλαβία με την βοήθεια της μυστικής υπηρεσίας του Τίτο. 




Ο κύριος συνεργάτης τους στην Ευρώπη ήταν ο Stevo Krajacic, ο διοικητής της υπηρεσίας πληροφοριών του Βελιγραδίου και το δεξί χέρι του Τίτο. Αποτέλεσε μάλιστα και τον σύνδεσμο σε διεθνές επίπεδο με την περιβόητη οικογένεια Γκαμπίνο που διαφέντευε τον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης για δεκαετίες. 



Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι παραδοσιακά η Ιταλική μαφία συνεργάζεται με Βαλκάνιους, κυρίως Γιουγκοσλάβους και Αλβανούς και ενίοτε με Έλληνες στις κατώτερες και μεσαίες βαθμίδες. Οι ενέργειες τους ήταν σε γνώση των Αμερικανικών αρχών οι οποίες επέδειξαν ανοχή λόγω της αντί-Κομουνιστικής δράσης, αλλά και της επιρροής που ασκούσε η Γιουγκοσλαβία στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ουάσινγκτον-Μόσχας. 




Με αυτό το τρόπο εξαπλώθηκε το λαθρεμπόριο κοκαΐνης που ενώ στις προηγούμενες δεκαετίες αποτελούσε ναρκωτικό μιας μικρής μερίδας καλλιτεχνών, μετά τη δεκαετία του '50 εξαπλώθηκε δραματικά. Ο διεθνής Γιουγκοσλαβικός υπόκοσμος με την συνενοχή του επίσημου κράτους, εξαπλώθηκε και στο λαθρεμπόριο ηρωίνης από τις αρχές της δεκαετίας του '70 όταν οι Αμερικανοί εξάρθρωσαν τις κοινές επιχειρήσεις Σικελών και Κορσικανών για τη μεταφορά αυτού του ναρκωτικού στη Νέα Υόρκη. 



Το κενό καλύφθηκε σύντομα από τους Γιουγκοσλάβους, αλλά και τους Τούρκους. Μάλιστα όπως αναφέρουν καλά ενημερωμένοι ερευνητές, η κοκαΐνη και η ηρωίνη συνδέονται σε επίπεδο τιμολόγησης από τα διεθνή κυκλώματα. όταν η τιμή του ενός πέφτει, ανεβαίνει του άλλου και αναλόγως επηρεάζεται και η διάθεση τους. Αυτό ισχύει σε παγκόσμιο επίπεδο, εάν και υπάρχουν εξαιρέσεις σε διαφορετικές αγορές. Αυτό συμβαίνει γιατί σε μεγάλο βαθμό το λαθρεμπόριο αυτών των ουσιών υπόκειται σε μονοπωλιακή πρακτική και ένα από τα δίκτυα που το διαχειρίζεται είναι αυτό που πραγματεύεται η παρούσα έρευνα. 










Ένα ακόμα όνομα που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, είναι ο Ivo Susak, γνωστός και ως "Sica" ο οποίος διέμενε στη Παραγουάη και είχε αναλάβει τη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης στις ΗΠΑ και Ευρώπη διαμέσου Γιουγκοσλαβίας. Μετά τη πτώση του Κομουνισμού, επέστρεψε στη Κροατία όπου και ξάδερφος του Gojko Susak, είχε αναλάβει υπουργός αμύνης την περίοδο του πολέμου στη Βοσνία. Εκεί ασχολήθηκε και με το λαθρεμπόριο όπλων, ενώ δημοσιογράφος που προ ετών τον κατήγγειλε ότι είναι μεγαλέμπορος κοκαΐνης στα Βαλκάνια, βρέθηκε λίγο ύστερα δολοφονημένος. Ήταν ένα από τα ισχυρότερα και πλέον αινιγματικά άτομα των σημερινών Βαλκανίων με την ελάχιστη δυνατή δημόσια έκθεση της εικόνας του. 



Η Κροατό-Γιουγκοσλαβική μαφία, έχει τη τελευταία 20ετία καταφέρει να διεισδύσει και στις αγορές του Καναδά και της Αυστραλίας. Η οικογένεια Susak, διαθέτει μια σειρά νομιμοφανών εταιρειών στην επαρχία του Οντάριο στο Καναδά και έχει ιδρύσει μια σειρά ΜΚΟ, με τη μεγαλύτερη να ονομάζεται "Norval center", που εδρεύει στη πόλη Halton Hills. Παράλληλα είναι ιδιοκτήτες αρκετών μεταφορικών εταιρειών στη Κροατία και τη Βοσνία. Τα τελευταία χρόνια έχουν συμβεί αρκετές δολοφονίες δημοσιογράφων και πολιτικών στα πρώην κράτη της Γιουγκοσλαβίας που ερευνούσαν υποθέσεις όπως τις ανωτέρω. 








Το "Ατλαντικό" καρτέλ



Ένα δεύτερο Βαλκανικό καρτέλ που δρούσε παράλληλα αλλά αυτόνομα από αυτό που προαναφέρθηκε, είναι το λεγόμενο "Ατλαντικό" Οργανώθηκε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου από τις Γιουγκοσλαβικές μυστικές υπηρεσίες και περιελάμβανε Σέρβους, Κροάτες, Σλοβένους και Αλβανούς, ήταν δηλαδή πολυεθνικό. Ασχολούνταν κυρίως με τη διατλαντική μεταφορά ναρκωτικών και την περίοδο του εμπάργκο τη δεκαετία του '90 επεκτάθηκε σε καταναλωτικά είδη αλλά και τα όπλα και το πετρέλαιο με την πιθανολογούμενη ανάμειξη και Ελλήνων συνεργατών-πλοιοκτητών. 



Μια από τις κυριότερες ομάδες του καρτέλ είχε την κωδική ονομασία "Medelinskog" και συνδέει το λαθρεμπόριο κοκαΐνης μεταξύ Βενεζουέλας και Βαλκανίων. Η Αμερικανική δίωξη ναρκωτικών (DEA), θεωρεί την ομάδα αυτή ως μια από τις πλέον ισχυρές στο παγκόσμιο στερέωμα των λαθρεμπόρων κοκαΐνης και τα τελευταία χρόνια έχει εξαπολύσει πλήθος πρακτόρων προκειμένου να εντοπίσει όλα τα δίκτυα του κυκλώματος, τα οποία πέρα από τα Βαλκάνια έχουν επαφές και στην Ισπανία αλλά και στην Ελλάδα και την Κύπρο. 



Το Ατλαντικό καρτέλ είναι ιδιαίτερα επίφοβο και ισχυρό καθότι κατόρθωσε στα τέλη της δεκαετίας του '90 να συμπράξει με έναν από τους αρχινονούς της Ρωσικής μαφίας, τον Ουκρανό-Εβραίο Semyon Mogiljevic, ο οποίος παρείχε διευκολύνσεις στο λιμένα της Οδησσού για τους Βαλκάνιους συνεργάτες του. Ούτως, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών έφθαναν στην Ουκρανία και έπειτα διαχέονταν στην Ευρώπη με αμαξοστοιχίες ή μέσω φορτηγών. Η Ουκρανία έχει κατά τα φαινόμενα, έναν άκρως διεφθαρμένο κρατικό τομέα και επιπλέον οι Αμερικανοί επιθυμούν την απεξάρτηση του Κιέβου από τη Ρωσία. Οπότε η ιστορία επαναλαμβάνεται για ακόμη μια φορά και η διεθνής μαφία καταφέρνει να ελίσσεται, χρησιμοποιώντας ευέλικτα τις αντιθέσεις των μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να αποσπά οφέλη και να διαφεύγει της εξάρθρωσης της. 














Η χρήση των αεροσκαφών



Η Κροατία διαθέτει το εργοστάσιο “Prvomajska", το οποίο εδώ και δεκαετίες ειδικεύεται στην παραγωγή αεροσκαφών άνευ πιλότου (UAV). Το πλέον εξελιγμένο μοντέλο έχει ακτίνα δράσης 600 χμ και μπορεί να μεταφέρει 300 κιλά. Κατά τη δεκαετία του '90 εκατοντάδες τέτοια αεροσκάφη πουλήθηκαν σε μέλη του οργανωμένου εγκλήματος στα Βαλκάνια και χρησιμοποιούνται μεταξύ των άλλων και για τη μεταφορά ναρκωτικών. 


Σύμφωνα με το δημοσιογράφο Domagoj Margetic, που εδρεύει στο Ζάγκρεμπ και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες έρευνες πάνω στο θέμα, μαφιόζοι των Βαλκανίων έχουν πουλήσει τέτοια συστήματα στη Συρία και το Ιράν και μέσω αυτών έχουν βρεθεί στα χέρια της Χεζμπολλάχ στο Λίβανο αλλά και ανταρτών Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και είναι ικανά να χρησιμοποιηθούν για ασύμμετρες τρομοκρατικές επιθέσεις, εάν αυτό δεν έχει γίνει ήδη. Συστήματα τέτοια έχουν πωληθεί και σε λαθρεμπόρους κοκαΐνης στη Λατινική Αμερική. 


Οι λαθρέμποροι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, άρχισαν να χρησιμοποιούν Αφρικανικά κράτη προκειμένου να επεκτείνουν το δίκτυο τους και να χρησιμοποιούν ενδιάμεσους σταθμούς στον Ατλαντικό οι οποίοι διακρίνονται από την χαλαρότητα των μέτρων ασφάλειας και την τέλεια διαφθορά των ιθυνόντων. 


Σύμφωνα με κατά καιρούς εκθέσεις αναλυτών του οργανωμένου εγκλήματος, η Δυτική ακτή της Αφρικής και ιδιαίτερα η Γουινέα, Τόγκο και Σενεγάλη, χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο ως σταθμοί μεταστάθμευσης κοκαΐνης ενώ έχουν δημιουργηθεί και ναυτιλιακές εταιρείες με σημαίες αυτών των κρατών. Είναι άξιο λόγου να αναφερθεί ότι τη τελευταία δεκαετία αρκετές εταιρείες Ελληνικής ιδιοκτησίας έχουν εμπλακεί σε υποθέσεις λαθρεμπορίας με "Βαλκανικό άρωμα", γεγονός που συμπίπτει με την άνοδο του Πειραιά ως κέντρου εισαγωγής κοκαΐνης στην Ευρώπη.



Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα η ειδησεογραφική υπηρεσία Euronews, αποκάλυψε τη δραματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται χώρα της Δυτικής Αφρικής η Γουινέα Μπισάου.


Στην παραδοχή ότι στην χώρα του γίνεται διακίνηση ναρκωτικών, και εμπόριο ανθρώπων προχώρησε ο υπουργός εξωτερικών της Γουινέα Μπισάου.

Ο Ντελφίν ντα Σίλβα, έκανε λόγο για σοβαρά περιστατικά παραβίασης των διεθνών κανόνων ασφαλείας στο αεροδρόμιο της χώρας, όπου οι αρχές έναντι αδράς αμοιβής εκδίδουν πλαστά διαβατήρια σε όσους θέλουν να ταξιδέψουν κυρίως σε χώρες της ΕΕ. Μάλιστα 74 Σύροι επιβάτες των πορτογαλικών αερογραμμών ταξίδεψαν με ψεύτικα διαβατήρια στην Λισσαβόνα μέσω της Γουινέα Μπισάου.“ Εξάγουμε κοκαΐνη σε άλλες χώρες και ευθυνόμαστε για κρούσματα εμπορίας ανθρώπων. Ολα ξεκινούν στο Μαρόκο. Η διπλωματική αποστολή μας εκδίδει βίζες χωρίς την έγκριση της κυβέρνησης, φτάνουν με διαβατήρια από την Συρία και φεύγουν με τουρκικά.Πρόκειται για μια δαιδαλώδη κατάσταση από την οποία πρέπει να βγούμε”, είπε χαρακτηριστικά ο Ντελφίν ντα Σίλβα.Οι πορτογαλικές αερογραμμές διέκοψαν τις πτήσεις στην πρώην πορτογαλική αποικία και συνέστησαν στους πολίτες να μην ταξιδεύουν στην Γουινέα Μπισάου, μέχρι αποκατασταθούν τα θέματα ασφαλείας.

Η συγκεκριμένη χώρα αποτελεί έναν από τους κόμβους μεταφοράς κοκαίνης στην Ευρώπη μέσω Βαλκανίων του καρτέλ που προαναφέρθηκε και πλέον λόγω και του ζητήματος της λαθρομετανάστευσης, αποτελεί έναν ακόμη λόγο ανησυχίας για την Ελλάδα εν προκειμένω. 
















Η Βαλκανική μαφία και ο ρόλος της στις διεθνείς σχέσεις



Στα μέσα Απριλίου του 2009, τρεις υποψήφιοι δολοφόνοι του Προέδρου της Βολιβίας Έβο Μοράλες, έπεσαν νεκροί από τα πυρά της Αστυνομίας της Σάντα Κρούζ. Τα στοιχεία που ήρθαν στην επιφάνεια αποκάλυψαν την ύπαρξη μιας "Διεθνούς των δολοφόνων" προερχόμενοι από τα Βαλκάνια και συνδεόμενοι απολύτως με τις μαφίες που εξετάζονται. 

Οι τρεις κατάγονταν από τη Κροατία (Με Βολιβιανή υπηκοότητα), Ρουμανία (Ουγγρικής εθνικότητας) και Ιρλανδία και σκοτώθηκαν σε πυκνή ανταλλαγή πυρών στο τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου Las Américas στο κέντρο της πόλης. Επίσης ένας Ούγγρος βετεράνος των παραστρατιωτικών σωμάτων της Κροατίας το 1991 και ένας Κροάτης συνελήφθησαν. 

Η ομάδα είχε στις 15 Απριλίου επιτεθεί με εκρηκτικά και στην οικία του Καρδινάλιου Julio Terrazas ο οποίος πρόσκειται φιλικά στο Μοράλες, χωρίς όμως να καταφέρουν να το δολοφονήσουν. Είχαν συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες πλαστικών εκρηκτικών τύπου C-4 και ικανό οπλισμό ο οποίος σύμφωνα με την Βολιβιανή Αστυνομία εισήχθη από το εξωτερικό. 

Ο αρχηγός της ομάδας ο οποίος και σκοτώθηκε, ονομαζόταν Rozsa Flores και ήταν Κροατικής-Ουγγρικής και Ισπανικής καταγωγής με Βολιβιανό διαβατήριο. Είχε πολεμήσει ως αρχηγός παραστρατιωτικής ομάδας (Της Prvi Internacionalni Vod) στο πόλεμο της Βοσνίας και μετέπειτα οργάνωσε αντίστοιχες ομάδες στην επαρχία Σάντα Κρούζ της Βολιβίας όπου διακήρυσσε την ανεξαρτησία της περιοχής από την κεντρική διοίκηση, μια περιοχή πολύ πλούσια σε κοιτάσματα Αργύρου και φυσικού αερίου. 

Ο ίδιος ήταν και μέλος της πολύ γνωστής Καθολικής οργάνωσης  Opus Dei. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, τα τελευταία 20 έτη ο Flores είχε λάβει μέρος και σε μισθοφορικές αποστολές στην Αφρική σε περιοχές με ιδιαίτερο μεταλλευτικό πλούτο. 

Οι πληροφορίες κατέδειξαν ότι την οργάνωση της απόπειρας δολοφονίας εναντίον του Μοράλες οργάνωσαν ισχυρά εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των γαιοκτημόνων και επιχειρηματιών στη Βολιβία είναι Ευρωπαίοι κυρίως Ιταλοί, Γερμανοί, Αυστριακοί, και Κροάτες. Αρκετοί από αυτούς κατέφυγαν εκεί τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ως κυνηγημένοι Ναζί για εγκλήματα πολέμου μέσω των δικτύων μεταφοράς ατόμων που είχαν οργανωθεί από πρώην μέλη των Ες Ες (Επιχείρηση O.D.E.S.S.A)

Ως κύριος ύποπτος σε επιτελικό επίπεδο θεωρήθηκε ο ισχυρός ανήρ της πόλης Σάντα Κρούζ, Branko Marinković Κροατικής και Μαυροβούνιας καταγωγής. Τα ΜΜΕ στο Μαυροβούνιο και σε άλλες χώρες τον συνέδεσαν με τα κυκλώματα μεταφοράς κοκαΐνης προς τα Βαλκάνια και επεσήμαναν ότι οι επίδοξοι δολοφόνοι είχαν κατά καιρούς συλληφθεί από τις αρχές διαφόρων κρατών για υποθέσεις ναρκωτικών. Εν τέλει ο ίδιος αρνήθηκε τις κατηγορίες και διέφυγε στις ΗΠΑ όπου του παρασχέθηκε άδεια παραμονής. 













Σε γενικές γραμμές, τα Γιουγκοσλαβικά δίκτυα λαθρεμπορίας ναρκωτικών που δημιουργήθηκαν πριν από έξι δεκαετίες, είναι πλέον πανίσχυρα και έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους σε αρκετά κράτη της υφηλίου, συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας, ως παράπλευρο εισαγωγικό κέντρο αλλά και χώρο λογιστικής υποστήριξης. Σε αντίθεση με άλλες γνωστές μαφίες, όπως την Ιταλική, Κινεζική, κ.α, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει ουσιαστική έρευνα και ενασχόληση ούτε σε ερευνητικό ούτε σε δημοσιογραφικό επίπεδο, ενώ η πολυεθνικότητα των επιτελών αυτών των οργανωμένων ομάδων που είναι είτε Κροάτες, Μαυροβούνιοι, Σέρβοι, αλλά και άλλες εθνικότητες, δεν παραπέμπει σε μια κλειστή εθνοτική ομάδα αλλά σε μια περισσότερο κοσμοπολίτικη οργάνωση που ξεφεύγει από τα στερεότυπα της ανάλυσης περί της μαφίας. 



Ανώτατο στέλεχος της αντί-ναρκωτικής υπηρεσίας του Μαυροβουνίου θεωρεί τις "Γιουγκοσλαβικές" αυτές ομάδες ως τα κατεξοχήν "οργανωμένα εγκληματικά συνδικάτα στα Βαλκάνια γιατί έχουν συνεκτικούς αρμούς σύνδεσης με τοπικές πολιτικές ηγεσίες και με τις εθνοτικές 'Μαφίες' όπως η Αλβανική". Σε επίπεδο ιεράρχησης του οργανωμένου εγκλήματος στην περιοχή Σέρβο-Βόσνιος αξιωματούχος των τοπικών αρχών ασφαλείας τις θεωρεί "Στην ενδιάμεση κλίμακα μεταξύ των 'πολιτικών μαφιών' και των 'εθνοτικών μαφιών' με κομβικό ρόλο στη σύνδεση αυτών των δύο και την επιπρόσθετη συμπόρευση τους με άλλα διεθνή εγκληματικά καρτέλ όπως αυτά στην Λατινική Αμερική". 




Παρόλα αυτά, λόγω της μεγάλης δυναμικής που έχουν αναπτύξει και ασφαλώς λόγω των σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων που έχει δημιουργήσει το λαθρεμπόριο κοκαΐνης και στην Ελλάδα, είναι πλέον αναγκαίο να υπάρξει διαφωτισμός και δράση στο συγκεκριμένο ζήτημα ώστε να διαλευκανθεί κατά πόσο αυτές οι ομάδες έχουν καταφέρει να διεισδύσουν στην Ελληνική κοινωνία και τι είδους επιρροή ασκούν σε εγκληματικές δραστηριότητες. 



Τα τελευταία έτη ολοένα και περισσότερες υποθέσεις που έχουν να κάνουν κυρίως με "ξέπλυμα μαύρου χρήματος" εντοπίζονται εκ μέρους Ελλήνων υπηκόων σε χώρες ενδιαφέροντος που ελέγχονται σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες ως επί το πλείστον από τα εγκληματικά δίκτυα που περιγράφονται. Ως εκ τούτου οι οσμώσεις που δημιουργούνται είναι ποικιλότροπες και δυνητικώς λίαν επικίνδυνες όχι απλά ως παράνομες χρηματοικονομικές δραστηριότητες, αλλά και ως ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας της χώρας, τόσο σε ευρύτερο όσο και σε στενότερο πλαίσιο.